1 Απρ 2014

Α­πό τα Γι­άν­νε­να στο Ά­ου­σβιτς: Δεν ά­φη­σαν κα­νέ­ναν, τους έ­κα­ψαν ό­λους. Η α­πάν­τη­ση της 90χρονης Ε­σθήρ Κο­έν στον Γερ­μα­νό πρό­ε­δρο Γι­ο­α­κίμ Γκά­ουκ


Τι θυ­μά­ται και πώς πε­ρι­γρά­φει την ε­πι­χεί­ρη­ση με την ο­ποί­α η Γκε­στά­πο "σκού­πι­σε" την ε­βρα­ϊ­κή γειτονιά των Ι­ω­αν­νί­νων.

Μια δύσκολη ημέρα για την Ε­σθήρ Κο­έν. Θα συ­ναν­τη­θεί με τον πρό­ε­δρο της Γερ­μα­νί­ας Γι­ό­α­κιμ Γκά­ουκ και κά­θε άλ­λο πα­ρά για ευ­χά­ρι­στα θέ­μα­τα θα συ­ζη­τή­σουν. Η ε­νε­νην­τά­χρο­νη Στέλ­λα στα ελλη­νι­κά, Κο­έν, εί­ναι μί­α α­πό τους δύ­ο εν ζω­ή Ε­βραί­ους των Ι­ω­αν­νί­νων, α­πό τους πε­νήν­τα πε­ρί­που που ε­πέ­ζη­σαν του Ο­λο­καυ­τώ­μα­τος και ε­πέ­στρε­ψαν α­πό το Άουσβιτς. Και ο Γερμανός πρόεδρος ζήτησε να τη δει.

«Αι­σθά­νο­μαι πε­ρί­ερ­γα. Εί­μαι τα­ραγ­μέ­νη. Θέ­λω να τον ρω­τή­σω, πού βρέ­θη­κε τό­σο μί­σος, για να κά­ψουν ζων­τα­νούς ε­κα­τομ­μύ­ρια αν­θρώ­πους, ε­πει­δή έ­τυ­χε να έ­χουν δι­α­φο­ρε­τι­κή θρη­σκεί­α;

Πρέ­πει ά­ρα­γε να δε­χθώ τη συγ­γνώ­μη; Τί­πο­τα δεν μπο­ρεί να συγ­χω­ρέ­σει αυ­τό που μας έ­κα­ναν. Δεν α­πέ­μει­νε συγ­γε­νής να με συ­νο­δέ­ψει ό­ταν θα πε­θά­νω. Δεν ά­φη­σαν κα­νέ­ναν, τους έ­κα­ψαν όλους», λέ­ει.

Η α­φή­γη­σή της εί­ναι γρο­θιά στο στο­μά­χι. Ο λό­γος της φαρ­μά­κι, ό­χι μό­νο για τους να­ζί, αλ­λά και για τους συν­το­πί­τες της χρι­στια­νούς: «Ό­ταν μας έ­βγα­ζαν α­πό τα σπί­τια μας και μας έ­σερ­ναν στους δρό­μους για να μας πά­νε στην Γερ­μα­νί­α, δεν τρά­βη­ξε κα­νέ­νας γεί­το­νας ού­τε το κουρ­τι­νά­κι για να δει τι γί­νε­ται…», ση­μει­ώ­νει.

Ξη­με­ρώ­μα­τα 25ης Μαρ­τί­ου του 1944. Με μια κα­λά σχε­δι­α­σμέ­νη ε­πι­χεί­ρη­ση και με τη βο­ή­θεια της ελ­λη­νι­κής χω­ρο­φυ­λα­κής, η Γκε­στά­πο «σκου­πί­ζει» την ε­βρα­ϊ­κή γει­το­νιά των Ι­ω­αν­νί­νων. Στοι­βά­ζει σε φορ­τη­γά, 1.725 άν­τρες, γυ­ναί­κες και παι­διά.

Ε­λά­χι­στοι πρό­λα­βαν και δι­έ­φυ­γαν στο βου­νό, ό­που εν­τά­χθη­καν στις αν­ταρ­τι­κές ο­μά­δες, με­τα­ξύ αυτών και ο με­τέ­πει­τα σύ­ζυ­γος της Ε­σθήρ.

Οι υ­πό­λοι­ποι, μα­ζί και οι γο­νείς της δε­κα­ε­φτά­χρο­νης τό­τε Ε­σθήρ και τα έ­ξι α­δέρ­φια της, πή­ραν τον δρό­μο δί­χως ε­πι­στρο­φή, με προ­ο­ρι­σμό το Ά­ου­σβιτς. Α­πό το κρε­μα­τό­ριο θα ε­πι­στρέ­ψουν λι­γό­τε­ροι α­πό πε­νήν­τα.

«Εί­δα τε­λευ­ταί­α φο­ρά τους γο­νείς μου στη ράμ­πα στο Ά­ου­σβιτς, ό­που μας χώ­ρι­σαν. Θυ­μά­μαι ό­τι κα­θώς α­πο­μα­κρύ­νον­ταν στην κα­ρό­τσα ε­νός φορ­τη­γού, φώ­να­ξε σε ε­μέ­να και την α­δερ­φή μου: "Κο­ρί­τσια να δι­α­φυ­λά­ξε­τε την τι­μή σας".

Μί­α μέ­ρα που μας κού­ρευ­ε μια αιχ­μά­λω­τη, με ρώ­τη­σε τι α­πέ­γι­ναν οι γο­νείς μου. Της α­πάν­τη­σα πως δεν γνω­ρί­ζω και ε­κεί­νη μου εί­πε δεί­χνον­τας τις φλό­γες που έ­βγαι­ναν α­πό τα κρε­μα­τό­ρια: να, ε­κεί καί­γον­ται...».

Η Ε­σθήρ θα γλι­τώ­σει α­πό κα­θα­ρή τύ­χη, κα­θώς μια ε­βρα­ϊ­κής κα­τα­γω­γής Γερ­μα­νί­δα για­τρός και κάποιες νο­ση­λεύ­τρι­ες την έ­κρυ­ψαν στο α­ναρ­ρω­τή­ριο ό­ταν οι Ες Ες πή­ραν ό­λους τους υ­πό­λοι­πους από τον θά­λα­μό της και τους ο­δή­γη­σαν στους φούρ­νους.

Θα ε­πι­στρέ­ψει με­τά την α­πε­λευ­θέ­ρω­ση και στο οι­κο­γε­νεια­κό προ­σκλη­τή­ριο θα δη­λώ­σει πα­ρού­σα μόνη η α­δερ­φή της! Οι άλ­λοι, εί­χαν ε­ξον­τω­θεί ό­λοι.

Φτά­νον­τας στα Γι­άν­νε­να θα πά­ει κα­τευ­θεί­αν στο σπί­τι της και ε­κεί θα δε­χθεί το άλ­λο φο­βε­ρό χτύπημα. Αυ­τή τη φο­ρά ό­χι α­πό τους να­ζί ή τον capo του Ά­ου­σβιτς.

«Χτύ­πη­σα την πόρ­τα και ά­νοι­ξε έ­νας ά­γνω­στος. "Τι θέ­λε­τε", με ρώ­τη­σε; "Ε­δώ εί­ναι το σπί­τι μου", του εί­πα. "Θυ­μά­σαι αν εί­χε φούρ­νο το σπί­τι;", εί­πε. "Ναι, βέ­βαι­α ψή­να­με το ψω­μί και ω­ραί­ες πί­τες", συ­νέ­χι­σα ό­λο χα­ρά. "Ε, λοι­πόν, ε­ξα­φα­νί­σου. Γλί­τω­σες α­πό τους φούρ­νους στη Γερ­μα­νί­α, θα σε ψήσω ε­δώ στον φούρ­νο του σπι­τιού σου", ά­κου­σα με φρί­κη να μου λέ­ει».

Δεν μας α­γά­πη­σε κα­νέ­νας

Η Ε­σθήρ θα προ­σπα­θή­σει να φτιά­ξει τη ζω­ή της. Παν­τρεύ­τη­κε τον Σα­μου­ήλ, που κα­τέ­βη­κε α­πό το βου­νό. Στη συ­νέ­χεια θα αρ­χί­σει να α­να­ζη­τά­ει τα κει­μή­λια και τα χρή­σι­μα ερ­γα­λεί­α για να ε­πι­βι­ώ­σει. «Έ­μα­θα ό­τι τις δύ­ο Singer ρα­πτο­μη­χα­νές τις εί­χε πά­ρει ο μη­τρο­πο­λί­της. Πή­γα και τις ζή­τη­σα πί­σω, αλ­λά μου εί­παν ό­τι τις έ­δω­σαν στη νο­μαρ­χί­α. Ε­κεί μου ζη­τού­σαν τους α­ριθ­μούς πλαι­σί­ου των μηχανών μή­πως και τις βρουν. Προ­φά­σεις για να με ξε­φορ­τω­θούν.

Σή­κω­σα το μπρά­τσο μου και τους έ­δει­ξα το α­νε­ξί­τη­λο νού­με­ρο α­πό το Ά­ου­σβιτς. "Να, αυ­τόν τον αριθμό θυ­μά­μαι ε­γώ", τους εί­πα και έ­φυ­γα...».

Κα­τά­φε­ρε να ορ­θο­πο­δή­σει σε έ­να πε­ρι­βάλ­λον ό­χι ι­δι­αί­τε­ρα φι­λι­κό. «Μια μέ­ρα στα τέ­λη της δε­κα­ε­τί­ας του ‘60, έ­νας κα­θη­γη­τής θε­ο­λο­γί­ας στο γυ­μνά­σιο α­πο­κά­λε­σε "πα­λι­ο­ε­βραί­α" την κό­ρη μου, ε­πει­δή τη συ­νάν­τη­σε στον δρό­μο μα­ζί μου, πε­ρα­σμέ­νες εν­νιά το βρά­δυ, κά­τι που α­πα­γο­ρευ­ό­ταν. Δεν άν­τε­ξε την προ­σβο­λή. Με το που τε­λεί­ω­σε η χρο­νιά, έ­φυ­γε στο Ισ­ρα­ήλ. Έ­κτο­τε δεν ε­πέ­στρε­ψε».

«Σι­ω­πή­σα­τε πολ­λά χρό­νια, για­τί;», ρω­τά­ει ο δη­μο­σι­ο­γρά­φος Σταύ­ρος Τζί­μας.

«Για­τί φο­βό­μα­σταν. Δεν μας α­γά­πη­σε κα­νέ­νας, το κα­τα­λα­βαί­νε­τε αυ­τό;», λέ­ει δα­κρύ­ζον­τας.

news247.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου